βρεφοτρόφος

βρεφοτρόφος
βρεφοτρόφος, ο, η (Μ)
ο βρεφοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + -τρόφος < τρέφω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …   Dictionary of Greek

  • βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… …   Dictionary of Greek

  • βρεφοτροφείον — βρεφοτροφεῑον, το (Μ) [βρεφοτρόφος] βρεφοκομείο …   Dictionary of Greek

  • βρεφοτροφώ — βρεφοτροφῶ ( έω) (Μ) [βρεφοτρόφος] βρεφοκομώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”